- ἀμφιέννυμαι
- ἀμφϊέννυμαι , ἀμφιέννυμιput roundpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναμφιέννυμαι — Μ ντύνομαι συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμφιέννυμαι «ντύνομαι»] … Dictionary of Greek
υπαμφιέννυμαι — Α φορώ κάτι κάτω από το ένδυμά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀμφιέννυμαι «ντύνομαι»] … Dictionary of Greek